- μπουκάρω
- 1. (για πλοίο) μπαίνω σε θαλάσσιο στενό, εισπλέω ορμητικά από τη μπούκα, από το στόμιο τού λιμανιού2. (για ρευστά) εισρέω ορμητικά από στενή δίοδο («τα νερά μπουκάρανε από την πόρτα»)3. (για έμψυχα) εισορμώ αιφνίδια («μπουκάρανε οι αστυνομικοί και τούς έπιασαν»)4. (για ιστία πλοίου) φουσκώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μπούκα «στόμιο» ή από ιταλ. boccare].
Dictionary of Greek. 2013.